Θεἀνθρωπος: (ο) ουσ. [<Θεάνθρωπος < θεός + άνθρωπος] Θεὀς ,μαζἰ και ἀνθρωπος || επωνυμἰα του Χριστοὐ.
Θεανθρωπισμὀς: (ο) ουσ. [<θεἀνθρωπος] Η απὀδοση Θεικών ιδιοτήτων σε άνθρωπο ή αντίστροφα.
In English, this would translate to:
Theanthropist: (Noun) [God + Man] God with Man || The title of Christ.
Theanthropism: The attribution of divine characteristics to man or vice versa.